Οι Απόκριες είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες εορτές του έτους ως προς την ιδιοτυπία των εθίμων που συνδέονται με τη γιορτή αυτή: έθιμα διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή, έθιμα πρωτότυπα και άλλα ανασυρμένα από το άρμα του παρελθόντος. Τα αποκριάτικα πανηγύρια ανιχνεύονται στις περίφημες γιορτές των Κρονίων, των Διονυσίων, των ρωμαϊκών Λουπερκαλίων και των Σατουρναλίων. Κατά τους νεώτερους χρόνους, τα έθιμα αυτά πέρασαν στις γιορτές των μασκοφόρων της Ρώμης, της Φλωρεντίας, της Βενετίας καθώς και σε άλλες. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου – στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη – οι άνθρωποι πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου και προσπαθούσαν πίσω από τις μάσκες να αμφισβητήσουν τις αξίες και ιεραρχίες.
Οι Απόκριες και οι ρίζες τους
Οι ελληνικές απόκριες έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα και συνδέονται άμεσα µε την λατρεία του Θεού Διονύσου. Η αγγλική λέξη «carnival», που όλοι μας γνωρίζουμε, προέρχεται από το λατινικό «carnem levare» ή «carnis levamen», που σημαίνει τη «διακοπή της βρώσης κρέατος». Στα ελληνικά το λατινογενές Καρναβάλι ταυτίζεται με τη λέξη «απόκρεω ή αποκριά» και έχει ακριβώς την ίδια ερμηνεία. Αυτή η δημοφιλής παράδοση προέρχεται από τις παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων και τις γιορτές προς τιµή του Διονύσου, θεού του κρασιού και της ευθυμίας. Οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε σατύρους ή φορούσαν διάφορες μάσκες και ξεχύνονταν στους δρόμους. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των τελετουργιών ήταν η «προκλητική» συμπεριφορά με τους συμμετέχοντες να επιδίδονται σε τολμηρές πράξεις και να εκφράζονται με βωμολοχίες. Έτσι, στις Διονυσιακές γιορτές οι «σάτυροι» έκρυβαν την αληθινή τους ταυτότητα πίσω από τις μάσκες και εξέφραζαν ελεύθερα τις κρυφές ερωτικές τους σκέψεις.
Οι Διονυσιακές εορτές
«…θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν» (Βάκχες, 75). Ο Διόνυσος σκοπεύει στην «κάθαρσιν» με την ψυχολογική σημασία και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να την πετύχει είναι το κρασί κι ο χορός. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην «κάθαρσιν», στην απελευθέρωση του ανθρώπου, με τον Διόνυσο να έχει το ρόλο του “Ελευθέριου” και του «Λύσιου» θεού – του Απελευθερωτή θεού, που οδηγεί τον άνθρωπο να παύει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρώνεται.
Στην αρχαία κοινωνία, με τις γυναίκες αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φαντάζουν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άγριες κραυγές. Έτσι, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία γίνεται ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο:
Η Διονυσιακή έκσταση πραγματώνει την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας, «το εκτός εαυτού».
Αυτοί οι «οργιαστικοί» χοροί συνοδεύονταν από αντίστοιχη «οργιαστική» μουσική που παιζόταν με “οργιαστικά” όργανα, όπως: τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα και ο φρυγικός αυλός.
«Οὐκ ἐστιν αὐλός ἠθικόν ἀλλὰ μᾶλλον ὀργιαστικόν» (Αριστοτέλης «Πολιτικά», 1341 α).
Έτσι, μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης (“Βάκχες” 757), τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει «ἐπὶ δὲ βοστρύχοις πῦρ ἔφερον, οὐδ’ ἔκαιεν». Όπως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούλησιν, είτε μια ιδανική “υπέρβαση” είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες… Όμως, όπως κι αν είχαν τα πράγματα, «ἔμφρονες δὲ οὖσαι οὐ»… (Πλάτων «Ιων», 534 α).
Αυτή η παράδοση εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου µέσω της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Όμως, οι παγανιστικές πρακτικές έμειναν βαθιά ριζωμένες στο αίμα του Έλληνα και δεν καταργήθηκαν τελείως. Αν και οι άνθρωποι σταμάτησαν να λατρεύουν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, λόγω του χριστιανισμού που αργότερα ασπάστηκαν, οι συνήθειες και τα «χούγια» παρέμειναν. Μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να μεταμφιέζονται και να ξεχύνονται μασκαρεμένοι στο δρόμο!
Οι Απόκριες στον Χριστιανισμό
Αυτό που όλοι ονομάζουμε «Απόκριες», στη γλώσσα της Εκκλησίας μας ονομάζεται «Τριώδιο». Το «Τριώδιο» έχει λάβει την ονομασία αυτή από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο, το Τριώδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους ύμνους που ψάλλονται στις εκκλησίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Οι ύμνοι αυτοί έχουν τρεις ωδές σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ύμνους τις εκκλησίας, οι οποίοι έχουν εννέα ωδές. Ξεκινά την πρώτη Κυριακή, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του «Τελώνη και Φαρισαίου». Τη δεύτερη Κυριακή γίνεται αναφορά στο Ευαγγέλιο του «Ασώτου Υιού», ενώ την τρίτη είναι της «Απόκρεω». Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, κατά την οποία οι εορτασμοί και οι εκδηλώσεις φτάνουν στο απόγειο τους, είναι η «Τυρινή» (τυροφάγου). Το τέλος της αποκριάς γίνεται την Καθαρά Δευτέρα, την πρώτη μέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οι Απόκριες αποτελούν ουσιαστικά την εισαγωγή μας στην περίοδο της νηστείας και προετοιμασίας για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, το Πάσχα. Αποτελεί μια περίοδο εκτόνωσης, πριν αρχίσει ουσιαστικά η Σαρακοστή την Καθαρά Δευτέρα. Με τη νηστεία της Σαρακοστής προετοιμαζόμαστε ψυχικά και σωματικά για να παρακολουθήσουμε τα Θεία Πάθη κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Απόκριες και έθιμα στην Ελλάδα
Οι απόκριες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας και τα τελευταία χρόνια αναβιώνουν όλο και περισσότερο έθιμα στα οποία κυριαρχούν φαλλικά σύμβολα καθώς και η σάτιρα, η οποία σχετίζεται με τα τοπικά δρώμενα ή επικεντρώνεται σε επίκαιρα θέματα που σχετίζονται με την Ελλάδα. Σε όλη την Ελλάδα, από την Κρήτη μέχρι τις Σέρρες, από τη Λέρο μέχρι την Ξάνθη κι από την Κέρκυρα μέχρι την Λάρισα, αναβιώνουν μέχρι σήμερα διάφορα έθιμα που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Ας γνωρίσουμε κάποια από αυτά:
«Γαϊτανάκι»
Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα, που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι το γαϊτανάκι. Το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς. Δεκατρία άτομα χρειάζονται γι’ αυτόν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου κρέμονται 12 μακριές κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η καθεμιά. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν σε ζευγάρια. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι πλέκουν τις κορδέλες πάνω του, δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Νάουσα: «Γενίτσαροι και Μπούλες»
Στην περιοχή της Νάουσας κάθε χρόνο έχουμε την αναβίωση ενός εθίμου που σχετίζεται άμεσα με την περίοδο της Οθωμανοκρατίας. Οι Γενίτσαροι (Γιανίτσαροι) φορούν φουστανέλες, τσαρούχια, βαριά ασημένια νομίσματα, ενώ στο πρόσωπο φορούν την περίφημη μάσκα από κερωμένο πανί με ζωγραφιστό μουστάκι. Οι Μπούλες είναι επίσης άνδρες, ντυμένοι με γυναικεία παραδοσιακά ρούχα και στο πρόσωπο φορούν βαμμένες μάσκες. Σύμφωνα με το έθιμο, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι αρματολοί και οι κλέφτες έβρισκαν την ευκαιρία στις Απόκριες να κατεβούν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με συγγενείς και φίλους χωρίς να τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
Ξάνθη: «Το κάψιμο του Τζάρου»
Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του συνοικισμού στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου. Ο Τζάρος ή Τζάρους, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν στο κέντρο κάποιας αλάνας ή πλατείας, ακόμα και σε υψώματα, για να μην έχουν ψύλλους το καλοκαίρι. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργούσε η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Μετά την ολοκλήρωση του εθίμου, ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα με πυροτεχνήματα.
Κοζάνη: «Φανοί»
Η κοζανίτικη Αποκριά είναι το πιο γνήσιο, λαϊκό και αυθεντικό έθιμο της πόλης. Ένα ζωντανό έθιμο που στηρίζεται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων, αναβιώνοντας μια παράδοση, οι ρίζες της οποίας χάνονται στα βάθη του χρόνου. Γλέντι και ξεφάντωμα με φαγητό, κρασί, χορό, τραγούδι και αθυροστομία χωρίς όρια είναι τα χαρακτηριστικά των εκδηλώσεων. «Οι Φανοί» είναι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις διάφορες γειτονιές της Κοζάνης και οι ντόπιοι τραγουδούν αποκριάτικα τραγούδια (στο τοπικό ιδίωμα), που σατιρίζουν καταστάσεις και πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, κάθε μέρα μια γειτονιά ανάβει τον δικό της «Φανό», ενώ το βράδυ της Κυριακής (της Μεγάλης Αποκριάς) ανάβουν όλοι οι «Φανοί» σ’ όλες τις γειτονιές.
Στις μέρες μας βλέπουμε όλο και περισσότερο να αναβιώνουν κάποια έθιμα από το εγγύς παρελθόν με μια σύγχρονη πινελιά προκειμένου οι τοπικοί φορείς, οι Δήμοι και κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι να πλησιάσουν τον κόσμο και να του δώσουν χαρά, ψυχαγωγία και διασκέδαση. Οι επιστήμονες λένε πως με τις απόκριες οι μικροί γίνονται μικρότεροι, ζώντας μια ζωή ανέμελη, και οι μεγάλοι γίνονται μικροί γιατί πίσω από τη μάσκα κρύβουν το «σοβαρό» τους εαυτό ταξιδεύοντας στις παιδικές τους ενθυμήσεις.
Ας είναι για όλους μας, λοιπόν, το ταξίδι της αποκριάς μια μικρή απόδραση από τα άγχη, το τρέξιμο και τα νεύρα της καθημερινότητας! Καλές Απόκριες και Καλή Τεσσαρακοστή να έχουμε..
Πηγή: MAXMAG