Γράφει ο π. πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αργύρης
Στην Ανώ Βάθεια, η Κυριακή ξεκινούσε με το πρώτο φως, μια γλυκιά αύρα που ξυπνούσε το χωριό με την υπόσχεση μιας ήρεμης μέρας. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του λόφου, άρχισε να γεμίζει με πιστούς, νωρίς το πρωί.
Ο παπα-Γιώργης, με την άσπρη γενειάδα και το γλυκό χαμόγελο, χαιρετούσε τους πιστούς στην πόρτα της εκκλησίας. «Καλώς ήρθατε, αδέλφια μου», έλεγε, και η φωνή του αντηχούσε στα λιθόστρωτα δρομάκια. «Να έχουμε μια ευλογημένη Κυριακή».
Οι νωρίτες, οι πιο πιστοί κάτοικοι του χωριού, είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους στα στασίδια, με τα πρόσωπα γεμάτα σεβασμό και προσμονή. Η κυρά-Ρηνιώ, με το μαύρο μαντήλι και τα ρυτιδιασμένα χέρια, ψιθύριζε μια προσευχή, ενώ ο μπαρμπα-Γιάννης, με το μπαστούνι και το καπέλο, χαιρετούσε τους γνωστούς του με ένα νεύμα του κεφαλιού.
«Παπα-Γιώργη, να έχουμε μια καλή λειτουργία», είπε ο μπαρμπα-Γιάννης, καθώς πλησίαζε τον παπά.
«Να έχουμε, μπαρμπα-Γιάννη», απάντησε ο παπάς με ένα χαμόγελο. «Η Κυριακή είναι μέρα χαράς και ευλογίας».
Τα παιδιά, ντυμένα με τα καλά τους ρούχα, έτρεχαν γύρω από την εκκλησία, γεμάτα ενθουσιασμό. «Παπα-Γιώργη, να ανάψουμε κεριά;», ρώτησε ένα μικρό αγόρι με σγουρά μαλλιά.
«Φυσικά, παιδί μου», απάντησε ο παπάς. «Να ανάψετε και να προσευχηθείτε».
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ηρεμία και κατάνυξη. Οι ψαλμοί αντηχούσαν στον ναό, ενώ το άρωμα του λιβανιού πλημμύριζε τον χώρο. Μετά το τέλος της λειτουργίας, οι πιστοί έπαιρναν το αντίδωρο και αντάλλασσαν ευχές.
«Καλή Κυριακή, κυρά-Ρηνιώ», είπε ο μπαρμπα-Γιάννης, καθώς έβγαινε από την εκκλησία.
«Καλή Κυριακή, μπαρμπα-Γιάννη», απάντησε η κυρά-Ρηνιώ. «Να έχουμε μια ήρεμη μέρα».
Ο παπα-Γιώργης, με το χαμόγελο στα χείλη, χαιρετούσε τους πιστούς καθώς έφευγαν. «Να έχετε μια ευλογημένη Κυριακή», έλεγε, και η φωνή του αντηχούσε στα σοκάκια του χωριού.
Στην πλατεία του χωριού, οι καφετέριες γέμιζαν με κόσμο. Οι άντρες έπιναν καφέ και συζητούσαν για τα νέα του χωριού, ενώ οι γυναίκες αντάλλασσαν συνταγές και μυστικά. Τα παιδιά έπαιζαν και γελούσαν, γεμίζοντας την πλατεία με χαρούμενες φωνές.
Η Κυριακή στην Ανώ Βάθεια, μια μέρα χαλάρωσης και συντροφικότητας, είχε ξεκινήσει.