“Οι ηθοποιοί δεν βγαίνουν στη σύνταξη, απλά τους προσφέρονται ολοένα και λιγότεροι ρόλοι” κατά τον΄Αγγλο ηθοποιό Ντέιβιντ Νίβεν.
Ισχύει στην πλειοψηφία των ηθοποιών που γνωρίζουμε συνήθως μέσα από τις ταινίες, τις θεατρικές παραστάσεις που έχουν δώσει και τις συμμετοχές τους σε σειρές της τηλεόρασης. Πάντα έχουμε στη σκέψη μας ότι οι ηθοποιοί πεθαίνουν πάνω στο σανίδι, ότι αδράχνουν το χρόνο μέχρι το τελευταίο του δευτερόλεπτο από πάθος για την τέχνη τους. Τους “ντύνουμε” έτσι με ένα αδιαπέραστο πέπλο, αυτό της δημοφιλίας αλλά και της απρόσιτης προσωπικότητας, που ουσιαστικά είναι μια πανοπλία που τους θωρακίζει από την περιέργειά μας για την προσωπική τους ζωή, από την υπερέκθεσή τους – εκτός αν την επιδιώξουν με κάθε τρόπο – προδίνοντάς τους έτσι μια λαμπερή ταυτότητα.΄Ίσως πολύ διαφορετική από αυτό που οι ίδιοι είναι πραγματικά. Βλέποντάς τους παράλληλα μέσα στους ρόλους, αναγνωρίζουμε τη μαγεία της υποκριτικής τους.
“Το να ονειρεύομαι να γίνω ηθοποιός, είναι πιο συναρπαστικό από το να είμαι” έχει εξομολογηθεί η Μαίριλυν Μονρόε. Εκτίμηση που μπορεί να ισχύει για πολλούς ομοτέχνους της διαχρονικά. Το διαρκές κυνήγι μέσα από τις σπουδές ή την αυτοδίδακτη υποκριτική που ίσχυε για τους ΄Ελληνες κωμικούς της εποχής των ασπρόμαυρων ταινιών για την απόδοση του ρόλου τους, μπορεί να κάνει αυτή την αναζήτηση μια περιπέτεια που ξεκινάει με έναν ήρωα και καταλήγει μέσα από τους ρόλους του να γίνει πολυπρόσωπη.
Κάτι τέτοιο θα έλεγε κανείς ότι ίσχυε και για τον εκλιπόντα πια από χθες Γιώργο Μιχαλακόπουλο, “παιδί” της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, συνεπή οδοιπόρο και θεατράνθρωπο εξήντα ολόκληρα χρόνια που εγκατέλειψε την ενεργή δράση τα τελευταία χρόνια.΄Εφηβη, όταν η τηλεόραση ήταν είδος πολυτελείας και έβλεπα τηλεοπτικές σειρές σε πλουσιόσπιτα της γειτονιάς, ο “Σόλων” με σημάδεψε με το πικρό χιούμορ της σάτιρας του Κουτσομύτη που στόχευε στα τρωτά της χούντας με εκείνο το ανεπανάληπτο “Λουκά, μωρό μου!“Ο ηθοποιός και θεατρικός σκηνοθέτης που ομολογούσε με μια πρωτοφανή ειλικρίνεια ότι δεν ήξερε τι είναι το ταλέντο και ότι ο Κουν τον έμαθε να κυνηγάει την αλήθεια και όχι την πόζα, διέτρεξε το χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου λιώνοντας ..παπούτσια. Οι ταινίες και οι θεατρικές παραστάσεις που έπαιξε, με τελευταία “Το τίμημα”(2017) τον τοποθετούν ανάμεσα στους καλλιτέχνες που εντάχθηκαν εύκολα, χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες στην κοινωνία γύρω του, όντας ο ίδιος προσιτός, ταπεινός, μαχητικός και αφοσιωμένος απόλυτα στην τέχνη του.
Συμβαίνει συχνά να μιλάμε με δέος για ανθρώπους που φεύγουν από τη ζωή αφήνοντας πίσω τους το στίγμα της δημιουργίας και της προσφοράς τους. Συνηθίζουμε να μην τους θυμόμαστε όταν βρίσκονται κοντά μας αλλά όταν δηλώσουν απόντες αναγνωρίζουμε το μέγεθος της απώλειάς τους. Δυστυχώς! Στην περίπτωση του Γιώργου Μιχαλακόπουλου και πολλών άλλων δηλώνουμε τυχεροί που τον γνωρίσαμε μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του, σαν ποιητή Φανφάρα στο “Ξύπνα Βασίλη” του Δαλιανίδη, σαν Ντα στο”Ντα” του Λέοναρντ αλλά και σαν Ροντιόν στη “Φθινοπωρινή ιστορία του Αρμπούζωφ και σαν Σάυλοκ στον “΄Εμπορο της Βενετίας” του Σαίξπηρ. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε έναν πραγματικά σοβαρό λόγο να παραμένουμε λάτρεις της υποκριτικής τέχνης και όσων την υπηρετούν ακούραστα.