Το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια σε Χαλκίδα και Αιδηψό
Ήταν Οκτώβριος του 1974 όταν έδεσε για τελευταία φορά στους προβλήτες του λιμανιού του Βόλου και από τότε το όνομά του αποτελεί έναν αλησμόνητο μύθο, που για τους παλιούς η ιστορία του είναι αληθινή και για τους νεότερους διηγήσεις και φωτογραφίες.
Υπήρξε το αγαπημένο καραβάκι για χιλιάδες ανθρώπους που ήθελαν να ταξιδέψουν εκείνα τα δύσκολα μεταπολεμικά, και όχι μόνο, στον Βόλο, τη Χαλκίδα, την Αιδηψό και τις Σποράδες. Ο λόγος για το θρυλικό «Κύκνο».
Το «Κύκνος» αγαπήθηκε από τον κόσμο όσο κανένα άλλο πλοίο και συνεχίζει ως σήμερα να αποτελεί σημείο αναφοράς με συγγράμματα, εκδόσεις βιβλίων, αφιερώματα εφημερίδων και ειδική σελίδα στα social media από τους φίλους του, που ολοένα και πληθαίνουν και ψάχνουν άγνωστες πτυχές του υπέροχου πλοίου που για δεκαετίες όργωνε τα νερά του Παγασητικού, του Ευβοϊκού και των Σποράδων.
Η ιστορία του καραβιού ξεκίνησε στο Μέιν των ΗΠΑ όπου και ναυπηγήθηκε το 1930 και έπεσε στη θάλασσα την ίδια χρονιά. Το πρώτο όνομα που πήρε το σκάφος ήταν «Sylvia» και ένας από τους ιδιοκτήτες του στα χρόνια του Μεσοπολέμου λέγεται πως ήταν ο δήμαρχος Νέας Υόρκης Φιορέλο Χένρι Λα Γκουάρντια, σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα του καταγόμενου από τη Γλώσσα Σκοπέλου βουλευτή Μαγνησίας Χρήστου Αντωνίου.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκειά του, το πλοίο χρησιμοποιήθηκε από το αμερικανικό ναυτικό ως βοηθητικό σκάφος με την ονομασία «USS Tourmaline» και είχε ως βάση του τη Νέα Υόρκη. Το 1945 με τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου σταμάτησε να χρησιμοποιείται από τον Αμερικανικό Στρατό και τον Ιανουάριο του 1946 πουλήθηκε και πέρασε σε ελληνικά χέρια. Το αγόρασαν οι Έλληνες εφοπλιστές Ανδρέας Εμπειρίκος και Μανώλης Κουλουκουντής, ο οποίος από το 1940 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην αμερικανική μεγαλούπολη και ήταν πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών της Νέας Υόρκης.
Το πανέμορφο σκαρί με την ονομασία «Adelphic», διέσχισε τον Ατλαντικό ωκεανό μεταφέροντας τρόφιμα και υγειονομικό υλικό της αμερικανικής βοήθειας για λογαριασμό της UNRRA και έδεσε για πρώτη φορά σε ελληνικό λιμάνι, στον Πειραιά το 1946 και από τότε αφού έγιναν οι αναγκαίες μετασκευές και μετονομάστηκε σε «Κύκνος», δρομολογήθηκε στις ελληνικές θάλασσες.
Το εμβληματικό καράβι, με σήμα του τον κατάλευκο κύκνο στην πλώρη του, μέσα σε γαλάζιο κυκλικό πλαίσιο, έκανε το «παρθενικό» του δρομολόγιο στην Ελλάδα για την εταιρεία «Σαρωνικός» τον Μάιο του 1947,δηλαδή πριν από 76 χρόνια και κατέπλευσε για πρώτη φορά στο λιμάνι του Βόλου ξεκινώντας το τακτικό δρομολόγιο Βόλος -Αιδηψός-Χαλκίδα.
Πέντε χρόνια αργότερα το 1952 το «Κύκνος» άρχισε να συνδέει παράλληλα τον Βόλο και με τα νησιά των Βορείων Σποράδων, δηλαδή Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο, αλλά και Σκύρο.
Τελευταία είσοδος στο λιμάνι του Βόλου, σφυρίζοντας και σημαιοστολισμένο, για το «Κύκνος» ήταν τον Οκτώβριο του 1974.
Το “Κύκνος” ήταν το αγαπημένο καράβι όλων.
Υπηρέτησε εκείνα τα δύσκολα χρόνια πιστά την εξυπηρέτηση των ανθρώπων που έπρεπε να μετακινηθούν και δεν υπήρχαν ακόμη δρόμοι στην πατρίδα μας. Όσοι ήθελαν να μετακινηθούν από την Αθήνα προς τον Βόλο, έφθαναν στην πρωτεύουσα της Εύβοιας με τρένο και από εκεί επιβιβαζόμενοι στο «Κύκνος» ταξίδευαν προς τον Βόλο. Άνθρωποι, εμπορεύματα και μερικές φορές ακόμη και ζώα μεταφέρονταν με ασφάλεια με το θρυλικό πλοίο.
Η εφημερίδα «Θεσσαλία» του Βόλου το 2017 σε αφιέρωμά της για το «Κύκνος» φιλοξένησε μεταξύ άλλων αναμνήσεις και περιγραφές του Στέργιου Μιχελή που ήταν μέλος του πληρώματος για αρκετά χρόνια και έγραφε: «Γεννήθηκα το 1950 στη Γλώσσα Σκοπέλου και σε ηλικία 14,5 ετών βρέθηκα στο “Κύκνος”. Την πρώτη φορά εργάστηκα εκεί το διάστημα 1965-’69, μέχρι που πήγα στον στρατό και ξαναδούλεψα την περίοδο 1973-’74. Υπηρέτησα πρώτα ως καθαριστής, αλλά δεν μου άρεσε η μηχανή. Ανέβηκα στην κουβέρτα, όπου έγινα ναύτης και μετά έγινα μηχανικός. Απολύθηκα τρίτος μηχανικός από τα βαπόρια. Η θητεία μου στο “Κύκνος” υπήρξε μία από τις ωραιότερες περιόδους στη ζωή μου. Ένιωθα τυχερός που ανήκα στο πλήρωμά του. Θυμάμαι το ’66 έπαιρνα 4.500 δραχμές μισθό. Πολύ καλά λεφτά για την εποχή. Νιώθω νοσταλγία κάθε φορά που αναπολώ τα χρόνια εκείνα. Πέρασα πολύ καλά στο “Κύκνος”, αφού δουλεύαμε υπό άριστες συνθήκες.
Η φιγούρα του καπετάνιου Κυριάκου Μαστροκόλια κυριαρχούσε στη γέφυρα . Ήταν ένας πάρα πολύ καλός καπετάνιος. Δεν φοβόταν τη θάλασσα. Μαζί του έχω “φάει” 12 μποφόρ. Από τη Γλώσσα μέχρι τη Σκιάθο. Η διαδρομή αυτή ήταν ακριβώς 25 λεπτά με το “Κύκνος”. Στο μπουγάζι εκείνο κάναμε τρεισήμισι ώρες. Δεν ξεχώριζες το σκαρί, έβλεπες μόνο θάλασσα. Ήταν, όμως, πάρα πολύ γερό το βαπόρι. Είχε και βαθιά καρίνα. Ήταν καλοσχεδιασμένο. Και ο καπετάνιος πάρα πολύ σκληρός ναυτικός. Θυμάμαι ακόμη ότι κάθε φορά που πηγαίναμε Σκύρο, φορτώναμε μέχρι και γαϊδουράκια. Μας προσέγγιζε ένας Σκυριανός που είχε μία μαούνα και εκεί κατεβάζαμε τα ζώα».
Το «Κύκνος» στα τέλη της δεκαετίας του 1970 έφθασε στο τέλος της ζωής του και διαλύθηκε σε σκραπ, αλλά ο Σκοπελίτης ναυτικός Στέργιος Μιχελής με τις μνήμες από την υπέροχη εκείνη εποχή της νιότης του πάνω στο «Κύκνος» είχε πει ότι «κράτησα ένα ενθύμιο από το πλοίο. Όταν το έστειλαν για παλιοσίδερα, κράτησα ένα φωτιστικό. Το έχω στο σπίτι μου μέχρι σήμερα, πάνω σε μία πέργκολα. Κρίμα που είχε ετούτη την κατάληξη. Ήταν ένα από τα καλύτερα πλοία που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα. Όταν είχα πρωτοπάει, είχα ακούσει μία ιστορία πως μέχρι και ο Κένεντι είχε ταξιδέψει μ’ εκείνο, την εποχή που βρισκόταν στην Αμερική. Εάν αλήθευε ή όχι αυτό, δεν ξέρω να πω. Τέλη του ’70 βρέθηκε ένας Βολιώτης, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, ο οποίος θέλησε να το μετατρέψει σε πλωτό εστιατόριο και καφετέρια. Το ενοικίασε για λίγο. Δεν ήθελε πολλές παρεμβάσεις. Όμως το σχέδιο του δεν τελεσφόρησε και τελικά το «Κύκνος» οδηγήθηκε στο διαλυτήριο».
Το πολυαγαπημένο καράβι για πολλούς αποτελεί ένα θρύλο, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Έγινε βιβλίο, έγινε εξώφυλλο, απέκτησε φανατικούς φίλους στο διαδίκτυο και τα social media. Το πλοίο που αποτυπώθηκε πολλές φορές στις σελίδες της λογοτεχνίας, το αγαπημένο πλοίο του Γιάννη Σκαρίμπα, αυτό που περιγράφεται ως «ένας αρχάγγελος στο λιμάνι» στο κείμενο του Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, με το φιλολογικό ψευδώνυμο Νίκος Γρυπονησιώτης,στο περιοδικό «Νεφούρια» (τεύχος 12).
Πριν λίγες ημέρες παρουσιάσθηκε ένα ακόμη βιβλίο-αφιέρωμα στο Μουσείο της πόλης του Βόλου για το καράβι με τη μακροβιότερη υπηρεσία στην ακτοπλοϊκή σύνδεση του Βόλου με τις Βόρειες Σποράδες και παρουσιάσθηκαν ιστορίες και εικόνες που συγκίνησαν.
Τον Ιούλιο του 1974 με την κήρυξη της γενικής επιστράτευσης υπάρχει μία ιστορική φωτογραφία με το «Κύκνος» δεμένο εκείνη τη μέρα στο νέο λιμάνι του νησιού, περιτριγυρισμένο από χιλιάδες ανθρώπους που έπρεπε να ταξιδέψουν για να καταταγούν, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης μετέφερε επίσης στρατεύματα και πολεμικό υλικό από το Βόλο στη Λήμνο.
Το τέλος για το «Κύκνος» ήρθε μερικούς μήνες αργότερα, αφού το πολυαγαπημένο καράβι σταμάτησε τη δράση του στις Σποράδες, τον Οκτώβριο του 1974.
πηγή: Έθνος