Από τα περισσότερα από τα 1.800 αντικείμενα που εκλάπησαν από το Βρετανικό Μουσείο, 351 έχουν ανακτηθεί από το λονδρέζικο ίδρυμα και επιπλέον περίπου 300 έχουν εντοπιστεί.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν λίγο πριν το Μουσείο ανακοινώσει τα πορίσματα ανεξάρτητης έρευνας για το πώς τα αντικείμενα εκλάπησαν, πιθανότατα εντός της εβδομάδας.
Παράλληλα, όπως αναφέρουν οι Times, το Μουσείο επιδιώκει την έκδοση εισαγγελικών παραγγελιών ώστε να αποκτήσει πρόσβαση σε στοιχεία των διαδικτυακών συναλλαγών μέσω των οποίων αρκετά από τα κλοπιμαία πωλήθηκαν.
Πιστεύεται ότι οι πωλητές των αντικειμένων, μέσω eBay και PayPal, έβγαλαν συνολικά κάτω από 100.000 λίρες, με ορισμένα εκ αυτών να αγοράζονται ακόμα και με μόλις 30 λίρες. Η πρωταρχική εκτίμηση, με βάση την ιστορική σημασία των αντικειμένων, ήταν πως ενδεχομένως να είχαν αλλάξει χέρια έναντι εκατομμυρίων λιρών.
Αυτό που έχει διαπιστωθεί είναι πως τα κλεμμένα αντικείμενα έχουν σκορπιστεί σε πολλές περιοχές του κόσμου, Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία.
Της ομάδας εντοπισμού των κλοπιμαίων ηγούνται για την ώρα ο έφορος του τμήματος αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών εκθεμάτων του Μουσείου Τομ Χάρισον και η μονάδα τέχνης και αρχαιοτήτων της Μητροπολιτικής Αστυνομίας. Στην ομάδα συμμετέχουν επίσης ειδικοί από διάφορους οργανισμούς και χώρες.
Συνολικά εκλάπησαν 1.500 αντικείμενα και επίσης τμήματα από ακόμα 350, όπως ο χρυσός από κοσμήματα. Τα περισσότερα από αυτά τα 350 πιστεύεται ότι δε θα καταστεί δυνατό να ανακτηθούν, καθώς οι δράστες πιθανότατα έλιωσαν τα πολύτιμα μέταλλα ώστε να τα πουλήσουν.
Υπάρχουν επίσης 140 αντικείμενα που παραμένουν στο Μουσείο, αλλά έχουν υποστεί ζημιές από εργαλεία.
Πρόκειται κυρίως για πετράδια και κοσμήματα, αλλά το Βρετανικό Μουσείο πιστεύει πως μάλλον έχουν κλαπεί και μικρά θραύσματα ελληνικών γλυπτών ή αγγείων, όπως γράφουν οι Times. Οι κλοπές έγιναν στις αποθήκες με τα αντικείμενα που δεν εκτίθενται.
Στα μέτρα που έχει ήδη λάβει ο νέος προσωρινός διευθυντής του Μουσείου σερ Μαρκ Τζόουνς είναι η απαγόρευση εισόδου οποιουδήποτε στις αποθήκες δίχως συνοδεία και η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης του καταλόγου των συλλογών.